- διοίσουσι
- διαφέρωcarry overfut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)διαφέρωcarry overfut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διοίσουσ' — διοίσουσα , διαφέρω carry over fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) διοίσουσι , διαφέρω carry over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διοίσουσι , διαφέρω carry over fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek